- εύμορφος
- -η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ εὔμορφος, -ον)1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» — η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη ζωντανή γυναίκα], Αισχύλ.)2. (γενικά) όμορφος, ευπρεπής3. μτφ. θαυμαστός, αξιοθαύμαστος («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον κράτος», Αισχύλ.)4. μτφ. ταιριαστός, κατάλληλος5. μτφ. ευχάριστος, θελκτικόςμσν.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔμορφονο καλός τρόπος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄμορφαη ομορφιά.επίρρ...ευμόρφως και εύμορφα και όμορφα (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, ποικιλό-μορφος. Το επίθ. χαρακτηρίζει κυρίως τη σωματική ομορφιά (πρβλ. και τα σύνθ. ευμορφ-άνθρωπος, ευμορφο-γυναίκα), ενώ τα ωραίος και καλός έχουν γενικότερη σημασία. Συγγενέστερο σημασιολογικά το ευ-ειδής, που αναφέρεται κυρίως στη γυναικεία ομορφιά. Από τον τ. εύμορφος > μσν. έμμορφος (με αφομοίωση) ή έμορφος (με απλοποίηση τού συμπλέγματος -vm- σε -m-) > όμορφος είτε από το άρθρο (ο έμορφος) ή με (προληπτική) αφομοίωση τού ε σε ο κατά τα ακολουθούντα ο].
Dictionary of Greek. 2013.